- κερματίων
- κερμάτιονcashneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
DRACHMA — Gr. Δραχμὴ, genus nummi, quod interdum λεπτὸν ὁλκὴν, ὀβολὸν, δηνἀριον, quoque iidem dicebant, Romanis Denarius fuit, h. e. sesterti quatuor. Quod ad pondus, septem drachmae unciam incurrunt; unde consequitur, cum libra sit 12. unciarum, 84.… … Hofmann J. Lexicon universale
κερμάτιο — το (Α κερμάτιον) (υποκορ. τού κέρμα) 1. μικρό κέρμα («σιωπῇ τῶν κερματίων ἐνέβαλλον εἰς τὰς χεῑρας», Πλούτ.) 2. στον πληθ. τα κερμάτια μικρά κομμάτια από σίδερο που τά τοποθετούσαν σε κλειστή θήκη και τά εκσφενδόνιζαν από μικρή απόσταση με τα… … Dictionary of Greek